- ἁρτύματα
- ἀρτύ̱ματα , ἄρτυμαcondimentneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρτύματα — ἀρτύ̱ματα , ἄρτυμα condiment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
μπαχαρικά — Γενικός όρος, με τον οποίο αναφέρονται διάφορα αρωματικά μαγειρικά αρτύματα, όπως η κανέλα, το πιπέρι, η ζιγκίβερη, η ζαφορά, το μοσχοκάρυδο, το γαρίφαλο κ.ά. Πρόκειται για διάφορα μέρη φυτών: φλοιοί, ριζώματα, ρίζες, σπόροι, καρποί, οφθαλμοί,… … Dictionary of Greek
Eleni Artymata — Eléni Artymatá Eléni Artymatá … Wikipédia en Français
Eléni Artymatá — lors des mondiaux de Ber … Wikipédia en Français
Eleni Artymata — bei der WM 2009 Eleni Artymata (griechisch Ελένη Αρτυματά; * 16. Mai 1986 in Paralimni) ist eine Sprinterin aus Zypern. Bei den Spielen der kleinen Staaten von Europa gewann sie 2005 Gold über 100 m und 200 m. 2006 erreichte sie bei den … Deutsch Wikipedia
Артимата, Елени — Елени Артимата … Википедия
αρτυσία — ἀρτυσία, η (Α) [αρτύω] η τέχνη του μαγείρου να κάνει πιο νόστιμα τα φαγητά προσθέτοντας αρτύματα, καρυκεύματα … Dictionary of Greek
καρύκευση — η [καρυκεύω] η παρασκευή καρυκευμένων φαγητών, το να ρίχνει κάποιος στα φαγητά αρτύματα για να γίνουν πιο νόστιμα … Dictionary of Greek
κόλλυβο — το (AM κόλλυβον) στον πληθ. τα κόλλυβα βρασμένο σιτάρι, ανάμικτο με ζάχαρη, σταφίδες, αλεύρι, ρόδι και άλλα αρτύματα, το οποίο, σύμφωνα με τη χριστιανική συνήθεια, φέρεται στην εκκλησία κατά την τέλεση μνημοσύνου αρχ. 1. νόμισμα μικρής αξίας,… … Dictionary of Greek